- μπαλσάμωμα
- το бальзамирование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαλσάμωμα — το βλ. βαλσάμωμα … Dictionary of Greek
βαλσάμωμα — και μπαλσάμωμα, το [βαλσαμώνω] η ταρίχευση με τη χρησιμοποίηση αντισηπτικών ουσιών … Dictionary of Greek